ταχυβόλος

ταχυβόλος
-ο, Ν
1. αυτός που βάλλει με ταχύτητα, που ρίχνει γρήγορες βολές
2. το ουδ. ως ουσ. το ταχυβόλο
(στρ.) παλαιός χαρακτηρισμός πολυβόλων τα οποία είχαν μεγάλη ταχύτητα βολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πολυ-βόλος. Η λ., στον πληθ. ταχυβόλα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταχυβολία — η, Ν η ιδιότητα τού ταχυβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”